λουτρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λουτρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική loutre < λατινική lutra < luo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *luo (πλένω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
λουτρ ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης : λουτρό |
λουτρ ουδέτερο άκλιτο