λουλούδισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λουλούδισμα < από το ρήμα λουλουδίζω ή λουλουδιάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
λουλούδισμα ουδέτερο και λουλούδιασμα
- η άνθηση (των φυτών)
- (μεταφορικά) η ψυχική ή πνευματική άνθηση, η ευτυχία, η ακμή
Μεταφράσεις επεξεργασία
λουλούδισμα
|