Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λουδισμός οι λουδισμοί
      γενική του λουδισμού των λουδισμών
    αιτιατική τον λουδισμό τους λουδισμούς
     κλητική λουδισμέ λουδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουδισμός < αγγλική Luddism < Ludd +‎ -ism, από τον Ned Ludd που έσπασε υφαντουργικές μηχανές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λουδισμός αρσενικό ή λουδιτισμός

  1. κίνημα που ξεκίνησε τον 19o αιώνα στην Αγγλία, από υφαντουργούς οι οποίοι εξεγέρθηκαν κατά των νεοκατασκευασθέντων μηχανημάτων κατά την βιομηχανική επανάσταση
  2. αντίθεση στην τεχνολογική πρόοδο

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία