λοκμάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λοκμάς | οι | λοκμάδες |
γενική | του | λοκμά | των | λοκμάδων |
αιτιατική | τον | λοκμά | τους | λοκμάδες |
κλητική | λοκμά | λοκμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λοκμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική lokma
Ουσιαστικό επεξεργασία
λοκμάς αρσενικό
- (γλυκό, παρωχημένο) άλλη μορφή του λουκουμάς