λουκουμάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λουκουμάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική لقمه (lukme, lokma, μπουκιά, λουκουμάς) [1] (τουρκική lokma) + -ς με ανάπτυξη [u] στο σύμπλεγμα [km] [2] < αραβική لُقْمَة (luqma, κομματάκι, μπουκιά) < ρίζα ل ق م (l q m) (δείτε και λουκούμι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lu.kuˈmas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λου‐κου‐μάς
Ουσιαστικό επεξεργασία
λουκουμάς αρσενικό
- (γλυκό) γλύκισμα από ζύμη που τηγανίζεται και σερβίρεται περιχυμένο με μέλι ή πασπαλισμένο με ζάχαρη
- (μεταφορικά) μειωτική προσφώνηση για άνθρωπο μαλθακό, πλαδαρό
- ≈ συνώνυμα: → δείτε στο βουτυρόπαιδο
Άλλες μορφές επεξεργασία
- λοκμάς (παρωχημένο)
- παλιά πολυτονική γραφή: λουκουμᾶς
Εκφράσεις επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- λουκουμαδιέρα
- λουκουμάδικο
- λουκουμαδομηχανή
- λουκουματζής
- λουκουματζίδικο, λουκουματσίδικο
- → δείτε και τη λέξη λουκούμι
Δείτε επίσης επεξεργασία
- λουκουμάς στη Βικιπαίδεια
- Δε σχετίζεται με την ισπανική lúcuma (ονομασία φρούτου του δέντρου Pouteria lucuma.
Μεταφράσεις επεξεργασία
λουκουμάς
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 1638 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
- ↑ λουκουμάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- λουκουμάς pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'λουκουμάς'.