λογότυπο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογότυπο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική logotype
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογότυπο ουδέτερο και λογότυπος αρσενικό
- σταθερός συνδυασμός γραμμάτων ή/και συμβόλων που ταυτοποιεί ένα προϊόν ή μια εταιρεία