λογχόσχημος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
λογχόσχημος, -ή, -ο
- που έχει το σχήμα λόγχης
- ※ Ο μνημειώδης λογχόσχημος πύργος αποκαλύφθηκε κατά τις πρόσφατες εργασίες ανάδειξης, μετά την απομάκρυνση εκτεταμένου λιθοσωρού. (www.archaiologia.gr, 1/4/2019)
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογχόσχημος
|