λογικολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογικολόγος < λογικ(ή) + -ο- + -λόγος, πρώτη γραπτή εμφάνιση της λέξης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογικολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- επιστήμονας με πεδίο ενδιαφέροντος τη λογική