λιωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λιωμένος | η | λιωμένη | το | λιωμένο |
γενική | του | λιωμένου | της | λιωμένης | του | λιωμένου |
αιτιατική | τον | λιωμένο | τη | λιωμένη | το | λιωμένο |
κλητική | λιωμένε | λιωμένη | λιωμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λιωμένοι | οι | λιωμένες | τα | λιωμένα |
γενική | των | λιωμένων | των | λιωμένων | των | λιωμένων |
αιτιατική | τους | λιωμένους | τις | λιωμένες | τα | λιωμένα |
κλητική | λιωμένοι | λιωμένες | λιωμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
λιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λιώνω
Μετοχή επεξεργασία
λιωμένος, -η, -ο
- που έχει ρευστοποιηθεί, που έχει λιώσει
- πολτοποιημένος
- (μεταφορικά) καταπλακωμένος
- (μεταφορικά) εξασθενισμένος, καταρρακωμένος