λιοπεσιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιοπεσιώτικος < Λιοπεσιώτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʎo.peˈsço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λιο‐πε‐σιώ‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
λιοπεσιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με το Λιόπεσι ή τους κατοίκους του
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιοπεσιώτικος
|