Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιμνοθάλασσα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
η
λιμνοθάλασσα
του Μεσολογγίου
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λιμνοθάλασσ
α
οι
λιμνοθάλασσ
ες
γενική
της
λιμνοθάλασσ
ας
των
λιμνοθαλασσ
ών
αιτιατική
τη
λιμνοθάλασσ
α
τις
λιμνοθάλασσ
ες
κλητική
λιμνοθάλασσ
α
λιμνοθάλασσ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιμνοθάλασσα
<
λίμν(η)
+
-ο-
+
θάλασσα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιμνοθάλασσα
θηλυκό
(
γεωγραφία
)
παράλια
λίμνη
(φυσική ή τεχνητή) που συνδέεται με τη θάλασσα.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιμνοθάλασσα
αγγλικά
:
lagoon
(en)
γαλλικά
:
lagune
(fr)
γερμανικά
:
Lagune
(de)
δανικά
:
lagune
(da)
ισπανικά
:
laguna
(es)
ιταλικά
:
laguna
(it)
ολλανδικά
:
lagune
(nl)
πορτογαλικά
:
laguna
(pt)
σουηδικά
:
lagun
(sv)