Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιμνοθάλασσα οι λιμνοθάλασσες
      γενική της λιμνοθάλασσας των λιμνοθαλασσών
    αιτιατική τη λιμνοθάλασσα τις λιμνοθάλασσες
     κλητική λιμνοθάλασσα λιμνοθάλασσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιμνοθάλασσα < λίμν(η) + -ο- + θάλασσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιμνοθάλασσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία