Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιθοξόος οι λιθοξόοι
      γενική του λιθοξόου των λιθοξόων
    αιτιατική τον λιθοξόο τους λιθοξόους
     κλητική λιθοξόε λιθοξόοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιθοξόος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λιθοξόος. Αναλύεται στο ελληνιστικό πρόθημα λιθο- + το αρχαίο επίθημα -ξόος ( < ρήμα ξέω)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.θoˈkso.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐θο‐ξό‐ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιθοξόος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λιθοξόος οἱ λιθοξόοι
      γενική τοῦ λιθοξόου τῶν λιθοξόων
      δοτική τῷ λιθοξό τοῖς λιθοξόοις
    αιτιατική τὸν λιθοξόον τοὺς λιθοξόους
     κλητική ! λιθοξόε λιθοξόοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λιθοξόω
γεν-δοτ τοῖν  λιθοξόοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιθοξόος < λιθο- + -ξό-oς < αρχαίο ρήμα ξέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιθοξόος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία