λιθογραφείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιθογραφείο < λιθογράφος + -είο
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιθογραφείο ουδέτερο
- (τυπογραφία) εργαστήριο όπου δημιουργούνται και εκτυπώνονται λιθογραφίες
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιθογραφείο
|