Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η λιθογράφος οι λιθογράφοι
      γενική του/της λιθογράφου των λιθογράφων
    αιτιατική τον/τη λιθογράφο τους/τις λιθογράφους
     κλητική λιθογράφε λιθογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιθογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lithographe < litho- + -graphe (λιθο- + -γράφος)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιθογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. καλλιτέχνης ο οποίος ασχολείται με τη λιθογραφία
  2. (επάγγελμα) τεχνίτης που εργάζεται στον κλάδο της λιθογραφίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιθογράφος < λιθο- + -γράφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιθογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία