λιθογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιθογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lithographe < litho- + -graphe (λιθο- + -γράφος)[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιθογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- καλλιτέχνης ο οποίος ασχολείται με τη λιθογραφία
- (επάγγελμα) τεχνίτης που εργάζεται στον κλάδο της λιθογραφίας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λιθογραφία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιθογράφος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λιθογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- λιθογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λιθογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιθογράφος αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- λιθογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.