λιβελούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιβελούλα < νεολατινική libellula < λατινική libella < libra
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /li.veˈlu.la/
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιβελούλα θηλυκό
- είδος εντόμου που ανήκει στην υπόταξη ανισόπτερα, η οποία εντάσσεται στην τάξη οδοντόγναθα
- (εντομολογία) (σπάνιο) (κατ’ επέκταση) οδοντόγναθα, μια τάξη στην ομοταξία των εντόμων
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- λιβελούλα στη Βικιπαίδεια