Δείτε επίσης: λίβελος, λίβελλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιβελούλα οι λιβελούλες
      γενική της λιβελούλας των λιβελούλων
    αιτιατική τη λιβελούλα τις λιβελούλες
     κλητική λιβελούλα λιβελούλες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιβελούλα < νεολατινική libellula < λατινική libella < libra

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.veˈlu.la/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιβελούλα θηλυκό

  1. είδος εντόμου που ανήκει στην υπόταξη ανισόπτερα, η οποία εντάσσεται στην τάξη οδοντόγναθα
  2. (εντομολογία) (σπάνιο) (κατ’ επέκταση) οδοντόγναθα, μια τάξη στην ομοταξία των εντόμων

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία