Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ληκτότητα οι ληκτότητες
      γενική της ληκτότητας των ληκτοτήτων
    αιτιατική τη ληκτότητα τις ληκτότητες
     κλητική ληκτότητα ληκτότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ληκτότητα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ληκτότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ληκτού
  2. (οικονομία) ο χρόνος λήξης ενός δανείου, μιας οικονομικής υποχρέωσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία