Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λευκοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λευκοφόρ
ος
η
λευκοφόρ
η
το
λευκοφόρ
ο
γενική
του
λευκοφόρ
ου
της
λευκοφόρ
ης
του
λευκοφόρ
ου
αιτιατική
τον
λευκοφόρ
ο
τη
λευκοφόρ
η
το
λευκοφόρ
ο
κλητική
λευκοφόρ
ε
λευκοφόρ
η
λευκοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λευκοφόρ
οι
οι
λευκοφόρ
ες
τα
λευκοφόρ
α
γενική
των
λευκοφόρ
ων
των
λευκοφόρ
ων
των
λευκοφόρ
ων
αιτιατική
τους
λευκοφόρ
ους
τις
λευκοφόρ
ες
τα
λευκοφόρ
α
κλητική
λευκοφόρ
οι
λευκοφόρ
ες
λευκοφόρ
α
Κατηγορία
όπως «
ξένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λευκοφόρος
<
λευκός
+
-ο-
+
-φόρος
Επίθετο
επεξεργασία
λευκοφόρος
ο
ασπροντυμένος
Συνώνυμα
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ασπροντυμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
λευκοφορώ
→
δείτε
τις λέξεις
λευκός
και
φορώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λευκοφόρος
→
δείτε
τη λέξη
ασπροντυμένος