λευκοκυτόλυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λευκοκυτόλυση | οι | λευκοκυτολύσεις |
γενική | της | λευκοκυτόλυσης* | των | λευκοκυτολύσεων |
αιτιατική | τη | λευκοκυτόλυση | τις | λευκοκυτολύσεις |
κλητική | λευκοκυτόλυση | λευκοκυτολύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λευκοκυτολύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λευκοκυτόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική leukocytolysis < αρχαία ελληνική λευκός + κύτος + λύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
λευκοκυτόλυση θηλυκό
- (ιατρική) η καταστροφή των λευκών αιμοσφαιρίων
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λευκοκυτόλυση