λευκή απεργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λευκή απεργία | οι | λευκές απεργίες |
γενική | της | λευκής απεργίας | των | λευκών απεργιών |
αιτιατική | τη | λευκή απεργία | τις | λευκές απεργίες |
κλητική | λευκή απεργία | λευκές απεργίες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λευκή απεργία < μεταφραστικό δάνειο από την ιταλική sciopero bianco, → δείτε τις λέξεις λευκή και απεργία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
λευκή απεργία θηλυκό
- μορφή απεργίας στην οποία οι απεργοί πηγαίνουν στη δουλειά αλλά εκτελούν μόνο τα τελείως απαραίτητα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λευκή απεργία