λεπτοδουλεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεπτοδουλεμένος < λεπτ(ός) + -ο- + δουλεμένος
Μετοχή επεξεργασία
λεπτοδουλεμένος, -η, -ο
- αυτός που τον έχουν επεξεργαστεί με προσοχή στη λεπτομέρεια, επιδεξιότητα και λεπτούς χειρισμούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεπτοδουλεμένος
|