Δείτε επίσης: Κατηγορία:Λεξικογραφία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεξικογραφία οι λεξικογραφίες
      γενική της λεξικογραφίας των λεξικογραφιών
    αιτιατική τη λεξικογραφία τις λεξικογραφίες
     κλητική λεξικογραφία λεξικογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεξικογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική lexicographie < lexicograph(e) (< ελληνιστική κοινή λεξικογράφος) + -ie (-ία)[1]. Αναλύεται σε λεξικο- + -γραφία.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /le.ksi.ko.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐ξι‐κο‐γρα‐φί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεξικογραφία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία