λεκιθίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεκιθίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lécithine[1] < αρχαία ελληνική λέκιθος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεκιθίνη θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- λεκιθινάση
- → δείτε τη λέξη λέκιθος
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ Ουσία που ανακάλυψε ο Theodore Nicolas Gobley στα 1847