Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεγεώνα οι λεγεώνες
      γενική της λεγεώνας των λεγεώνων
    αιτιατική τη λεγεώνα τις λεγεώνες
     κλητική λεγεώνα λεγεώνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεγεώνα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λεγεών από την αιτιατική τὴν λεγεῶνα < λατινική legio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεγεώνα θηλυκό

  1. (ιστορία, στρατιωτικός όρος) μονάδα στρατιωτών του στρατού των Ρωμαίων
  2. στρατιωτική μονάδα μισθοφόρων ή εθελοντών
  3. (ταξινομία) ταξινομική βαθμίδα κατώτερη της μικρόταξης και ανώτερης της υπεροικογένειας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία