Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαχανοφαγία οι λαχανοφαγίες
      γενική της λαχανοφαγίας των λαχανοφαγιών
    αιτιατική τη λαχανοφαγία τις λαχανοφαγίες
     κλητική λαχανοφαγία λαχανοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαχανοφαγία < λάχαν(ο) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαχανοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία