λαφίτης του Ασκληπιού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαφίτης του Ασκληπιού → δείτε τις λέξεις λαφίτης και Ασκληπιός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
λαφίτης του Ασκληπιού αρσενικό
- (φίδι) μη δηλητηριώδες φίδι της Ευρώπης (Zamenis longissimus και παλιότερα Elaphe longissima), συνδεδεμένο ιστορικά και πολιτισμικά με την ελληνική και τη ρωμαϊκή μυθολογία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαφίτης του Ασκληπιού