Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λασπόνερο τα λασπόνερα
      γενική του λασπόνερου των λασπόνερων
    αιτιατική το λασπόνερο τα λασπόνερα
     κλητική λασπόνερο λασπόνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λασπόνερο < λάσπ(η) + -ό- + -νερο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λασπόνερο ουδέτερο

  • νερό θολό, γεμάτο λάσπη και χώμα
    ※  Λασπόνερο βγάζει το δίκτυο ύδρευσης (- @rizospastis.gr)
    ※  Το πρωί έριξε λασπόνερο και το απόγευμα ... χαλάζι προκαλώντας έκπληξη στους κατοίκους και τους επισκέπτες. (@creatlive.gr)
    ※  Το ΔΝΤ ρίχνει λασπόνερα στους Ευρωπαίους. (@tanea.gr)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία