Δείτε επίσης: ουτίστας, φλαουτίστας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαουτίστας οι λαουτίστες
      γενική του λαουτίστα των λαουτιστών
    αιτιατική τον λαουτίστα τους λαουτίστες
     κλητική λαουτίστα λαουτίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Απεικόνιση λαουτίστα σε πίνακα του Φρανς Χαλς (δεκαετία 1620)

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαουτίστας < → δείτε τη λέξη λαούτο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαουτίστας αρσενικό (θηλυκό λαουτίστα[1] ή λαουτίστρια[2])

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία