λανολίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /la.noˈli.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐νο‐λί‐νη
Ουσιαστικό επεξεργασία
λανολίνη θηλυκό
- (χημεία) κηρώδης ουσία που εκκρίνεται από τους σμηγματογόνους αδένες των ζώων με μαλλί (π.χ. πρόβατα) και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική