λαμαρίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαμαρίνα θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ατσαλολαμαρίνα
- λαμαρινάς
- λαμαρινένιος
- λαμαρινίτσα
- λαμαρινούλα
- → δείτε τη λέξη λάμα
Εκφράσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- λαμαρίνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαμαρίνα
ταψί που χρησιμοποιείται σε αρτοποιεία
- ↑ λαμαρίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας