Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λάρυγξ οἱ λάρυγγες
      γενική τοῦ λάρυγγος τῶν λαρύγγων
      δοτική τῷ λάρυγγ τοῖς λάρυγξ(ν)
    αιτιατική τὸν λάρυγγ τοὺς λάρυγγᾰς
     κλητική ! λάρυγξ λάρυγγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λάρυγγε
γεν-δοτ τοῖν  λαρύγγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάρυγξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάρυγξ αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία