λάμπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λάμπος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈlam.bos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐μπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λάμπος ουδέτερο[1]
- (λογοτεχνικό)[1] η λάμψη
Μεταφράσεις επεξεργασία
λάμπος
→ δείτε τη λέξη λάμψη |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 λάμπος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)