Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κώδικας Q οι κώδικες Q
      γενική του κώδικα Q των κωδίκων Q
    αιτιατική τον κώδικα Q τους κώδικες Q
     κλητική κώδικα Q κώδικες Q
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κώδικας Q < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Q code → δείτε τις λέξεις κώδικας και Q

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κώδικας Q αρσενικό

  1. (ραδιοεπικοινωνίες) κώδικας που χρησιμοποιείται ως συντομογραφία για κοινά μηνύματα, τα οποία αποτελούνται από ακολουθίες που ξεκινούν με το γράμμα Q
  2. (ραδιοεπικοινωνίες) ειδικός κώδικας από το προαναφερθέν σύνολο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία