Δείτε επίσης: Κύψελος, κυψέλη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κύψελος οι κύψελοι
      γενική του κύψελου των κύψελων
    αιτιατική τον κύψελο τους κύψελους
     κλητική κύψελε κύψελοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Apus apus

  Ετυμολογία επεξεργασία

κύψελος < αρχαία ελληνική κύψελος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈci.pse.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κύ‐ψε‐λος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κύψελος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία