κύκνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κύκνος | οι | κύκνοι |
γενική | του | κύκνου | των | κύκνων |
αιτιατική | τον | κύκνο | τους | κύκνους |
κλητική | κύκνε | κύκνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κύκνος < αρχαία ελληνική
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κύκνος αρσενικό
- (πτηνό) (Cygnus olor) μεγάλο νηκτικό πτηνό, συνήθως λευκό, με μεγάλο και ευέλικτο λαιμό. Διακρίνεται για την ομορφιά του
Εκφράσεις επεξεργασία
- Η Λίμνη των Κύκνων: μουσικό έργο για μπαλέτο του Tσαϊκόφσκι
- λαιμός σαν κύκνος: λεπτός, λευκός και μακρύς λαιμός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κύκνος