κόφτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόφτρια | οι | κόφτριες |
γενική | της | κόφτριας | των | κοφτριών |
αιτιατική | την | κόφτρια | τις | κόφτριες |
κλητική | κόφτρια | κόφτριες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόφτρια θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κόφτης
κόφτρια
|