Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλώσσα κόσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόσα οι κόσες
      γενική της κόσας
    αιτιατική την κόσα τις κόσες
     κλητική κόσα κόσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. (εργαλείο) κόσα < σλαβικής προέλευσης *kosa (συγκρίνετε: βουλγαρική косá, σλαβομακεδονική кóса, πολωνική kosa, κάτω σορβική kósa, ρωσική косá, σερβική ко̀са/kòsa, σλοβακική kosa, τσεχική kosa, κτλ.)
  2. (γλώσσα) κόσα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Χρήση κόσας

κόσα ή κοσιά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόσα

  1. (γλώσσα) η γλώσσα Xhosa που μιλιέται στη Νότια Αφρική
     συνώνυμα: ξόσα
    κωδικός γλώσσας: xh

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία