Δείτε επίσης: κῶρος, Κόρος, κορός, Κορός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόρος οι κόροι
      γενική του κόρου των κόρων
    αιτιατική τον κόρο τους κόρους
     κλητική κόρε κόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόρος < ελληνιστική κοινή κόρος < εβραϊκή כר (kor, ίδιας σημασίας) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόρος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

κόρος < πρωτοινδοευρωπαϊκή *ḱer- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό 1 επεξεργασία

κόρος αρσενικό

  1. πλήρωση, γέμισμα, κορεσμός, χόρτασμα
  2. αυθάδεια

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

κόρος < πρωτοελληνική *kórwos • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό 2 επεξεργασία

κόρος αρσενικό

  1. νεαρός, αγόρι, κορεσμός, χόρτασμα
  2. πολεμιστής
  3. υπηρέτης
  4. ομοίωμα, κούκλα
  5. παιδί, γιος
    οἵ τε Θησέως κόροι (Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, 560-565)
Συνώνυμα επεξεργασία

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

κόρος < εβραϊκή כֹּר‎ (κορ) < ακκαδική λέξη κουρού (kurru) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό 3 επεξεργασία

κόρος αρσενικό

  • εβραϊκή ογκομετρική μονάδα ξηρού φορτίου (ξηρομετρική), περίπου δέκα αττικών μεδίμνων, το εβραϊκό σάρωθρο

  Πηγές επεξεργασία