κόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόρος | οι | κόροι |
γενική | του | κόρου | των | κόρων |
αιτιατική | τον | κόρο | τους | κόρους |
κλητική | κόρε | κόροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόρος < ελληνιστική κοινή κόρος < εβραϊκή כר (kor, ίδιας σημασίας) [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόρος αρσενικό
- (ναυτικός όρος) η χωρητικότητα των πλοίων
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κόρος (επώνυμο)
- κόρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- κόρος < πρωτοινδοευρωπαϊκή *ḱer- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό 1 επεξεργασία
κόρος αρσενικό
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- κόρος < πρωτοελληνική *kórwos • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό 2 επεξεργασία
κόρος αρσενικό
- νεαρός, αγόρι, κορεσμός, χόρτασμα
- πολεμιστής
- υπηρέτης
- ομοίωμα, κούκλα
- παιδί, γιος
- οἵ τε Θησέως κόροι (Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, 560-565)
Συνώνυμα επεξεργασία
Ετυμολογία 3 επεξεργασία
- κόρος < εβραϊκή כֹּר (κορ) < ακκαδική λέξη κουρού (kurru) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό 3 επεξεργασία
κόρος αρσενικό
- εβραϊκή ογκομετρική μονάδα ξηρού φορτίου (ξηρομετρική), περίπου δέκα αττικών μεδίμνων, το εβραϊκό σάρωθρο
Πηγές επεξεργασία
- κόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.