κόρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική coro < λατινική chorus < αρχαία ελληνική χορός (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόρο ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χορός
κόρο ουδέτερο άκλιτο