κωδωνοκρουσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κωδωνοκρουσία < κωδωνοκρούω + ία, μορφολογικά αναλύεται σε κώδων(ος) + -ο- + -κρουσία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωδωνοκρουσία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κωδωνοκρούω
κωδωνοκρουσία θηλυκό