Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυλινδρώνω < ελληνιστική κοινή κυλινδρόω / κυλινδρῶ < αρχαία ελληνική κύλινδρος

  Ρήμα επεξεργασία

κυλινδρώνω

  1. μορφοποιώ ένα αντικείμενο σε σχήμα κυλίνδρου
    κυλίνδρωσα τη ζύμη για να γίνει ψωμί
  2. ασκώ πίεση στο έδαφος ή σε ένα άλλο αντικείμενο με βαρύ, περιστρεφόμενο κύλινδρο, ώστε να γίνει λείο και ομαλό
    κυλινδρώνω το οδόστρωμα

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία