κυβερνητισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυβερνητισμός < κυβερνήτης + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυβερνητισμός αρσενικό
- η παραμονή στην κυβέρνηση και η άσκηση εξουσίας ως ζήτημα πρώτης προτεραιότητας και αυτοσκοπός
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυβερνητισμός
|