κτηνοτρόφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κτηνοτρόφος < ελληνιστική κοινή κτηνοτρόφος (αγελαδοτρόφος)[1] < αρχαία ελληνική κτῆνος + τρέφω. Συγχρονικά αναλύεται σε κτηνο- + -τρόφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κτηνοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που εκτρέφει (κατ' επάγγελμα) ζώα, που ασχολείται με την κτηνοτροφία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- γεωργοκτηνοτροφία
- γεωργοκτηνοτροφικός
- γεωργοκτηνοτρόφος
- κτηνοτροφή
- κτηνοτροφία
- κτηνοτροφικά
- κτηνοτροφικός
- → δείτε τις λέξεις κτήνος και τρέφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κτηνοτρόφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας