Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρυόλιθος οι κρυόλιθοι
      γενική του κρυόλιθου των κρυόλιθων
    αιτιατική τον κρυόλιθο τους κρυόλιθους
     κλητική κρυόλιθε κρυόλιθοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κρυόλιθος

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυόλιθος < cryolite, λέξη που δημιουργήθηκε το 1799 από τον Δανό ορυκτολόγο Peter Christian Abildgaard < κρύος + λίθος, μορφολογικά αναλύεται κρυό- + λίθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρυόλιθος αρσενικό

  • (χημεία) αλογονούχο ορυκτό του νατρίου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία