κρυφογκέι
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρσενικό άκλιτο, σπανίως και θηλυκό (προτιμάται το κρυφολεσβία)
- ο μη ανοιχτά ομοφυλόφιλος