Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυφο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρυφ(ο)- → και δείτε τη λέξη κρυπτός (αρχαία ελληνικά)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾi.fo/

  Πρόθημα επεξεργασία

κρυφο- ή κρυφ-

Σημειώσεις επεξεργασία

  • και για περιστασικές συνάψεις, προφορικές: κρυφο- + οποιδήποτε ρήμα ή παράγωγό του[1]
    κρυφαγαπιέμαι, κρυφοκαπνίζω, κρυφομαγειρεύω, κρυφομαγειρέματα, κρυφογραμμένο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • κρυφ- (συχνά, όταν το β΄ συνθετικό αρχίζει από [a])

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κρυπτο-

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δείτε και κρυφ... - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα, Αντίστροφο Λεξικό στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυφο- < (επίρρημα κρυφά) κρυφ- + -ο- → και δείτε τη λέξη κρυπτός (αρχαία ελληνικά)[1]

  Πρόθημα επεξεργασία

κρυφο- θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κρύπτω, κρύβω και κρύβγω

  Αναφορές επεξεργασία