κρυοχειρουργικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρυοχειρουργικός < κρυο- + χειρουργικός
Επίθετο επεξεργασία
κρυοχειρουργικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη χειρουργική με χρήση ιδιαίτερα χαμηλών θερμοκρασιών, την κρυοχειρουργική
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρυοχειρουργικός
|