Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κριτσανίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

κριτσανίζω

  • μασάω κάτι ξερό, προκαλώντας τον χαρακτηριστικό ήχο «κριτς κρατς»

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία