Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρικέλα οι κρικέλες
      γενική της κρικέλας των κρικελών
    αιτιατική την κρικέλα τις κρικέλες
     κλητική κρικέλα κρικέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρικέλα < κρικέλι + μεγεθυντικό επίθημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρικέλα θηλυκό

  1. χαλκάς
  2. κρίκος
    Χτύπησα μια την κρικέλα της πόρτας τους κι ακούω ένα κραχ
  3. το δημόσιο ταμείο
    ※  Να πιαστούν απ' την κρικέλα (κρικέλα λένε το δημόσιο ταμείο) ή να πάνε ξενιτειά. (Δημήτρης Λουκόπουλος, Γεωργικά της Ρούμελης, 1938, σελ. 12)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • είναι για την κρικέλα : είναι τρελός

  Μεταφράσεις επεξεργασία