κρεπάρομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾeˈpa.ɾo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐πά‐ρο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
κρεπάρομαι, π.αόρ.: κρεπαρίστηκα, μτχ.π.π.: κρεπαρισμένος χωρίς παθητική φωνή
- παθητική φωνή του ρήματος κρεπάρω#Ετυμολογία_2: για μαλλιά που είναι φουσκωμένα