Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾeˈpa.ɾo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρε‐πά‐ρο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

κρεπάρομαι, π.αόρ.: κρεπαρίστηκα, μτχ.π.π.: κρεπαρισμένος χωρίς παθητική φωνή