κρεμμυδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρεμμυδάκι | τα | κρεμμυδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κρεμμυδάκι | τα | κρεμμυδάκια |
κλητική | κρεμμυδάκι | κρεμμυδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρεμμυδάκι και κρομμυδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό για το κρεμμύδι, βολβός κρεμμυδιού μικρού μεγέθους
- ο νωπός βλαστός και η ρίζα του κρεμμυδιού που δεν έχει ακόμα σχηματίσει μεγάλο βολβό
Εκφράσεις επεξεργασία
- τον έκανα με τα κρεμμυδάκια: τον έσπασα στο ξύλο ή τον κατατρόπωσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρεμμυδάκι
|
κρεμμύδι που δεν έχει ακόμα σχηματίσει μεγάλο βολβό